Η Μπελιβανάκη έχοντας, λοιπόν, ως εργαλεία ζωντανές καταστάσεις ιδωμενές σαν μία παγωμένη εικόνα, διηγείται ιστορίες με συνέπεια μέσα στον δικό της χωροχρόνο εκφράζοντας τα συναισθήματα και τις σχέσεις των μορφών που συμμετέχουν με υπερβολή.
Αυτή την ιδέα της αρτίστικης προβολής της καθημερινότητας επιμελείται ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς. Ο ίδιος χαρακτηριστικά γράφει : «Η Μπελιβανάκη έρχεται να μιλήσει για πράγματα σοβαρά με τρόπο ζωντανό και παλλόμενο από τους ήρωές της. Το σύνολο αυτής της δουλειάς μπορεί να ιδωθεί ως graphic novel, μια τοιχογραφία εποχής που απλώνεται έξω από τα σύνορα του τόπου. Τον τρόπο, της τον έχει υποδείξει η χρήση ενός μέσου που της πηγαίνει και που τον έχει κατακτήσει: το απλό στυλό (ball-pen) σε διάφορα χρώματα. Εύχρηστο στην εφαρμογή και πλούσιο στο αποτέλεσμα που παράγει, το στυλό στο χέρι της ζωγράφου σμιλεύει επάνω στην ζωγραφική επιφάνεια ένα κέντημα. Ως να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα, κάθε καρέ που εντάσσεται στο έργο, είναι προϊόν εργασίας εξαντλητικά περίτεχνης. Παρά το γεγονός ότι έχει αφήσει πια το κόμικ με το οποίο ξεκίνησε, παραμένει μια καλλιτέχνις «μικρογράφος» στη διαδικασία του έργου, όποιο κι αν είναι το μέγεθός του».
Η Μπελιβανάκη έχοντας, λοιπόν, ως εργαλεία ζωντανές καταστάσεις ιδωμενές σαν μία παγωμένη εικόνα, διηγείται ιστορίες με συνέπεια μέσα στον δικό της χωροχρόνο εκφράζοντας τα συναισθήματα και τις σχέσεις των μορφών που συμμετέχουν με υπερβολή. Ο Γιώργος Μυλωνάς σχετικά τονίζει : «Η ζωγραφική της έχει την οξύτητα του χρώματος που παραπέμπει στην παλέτα του Todd Schorr και το σχέδιό της φλερτάρει με το παιχνίδισμα του Matthew Stone. Το anime και τα μάνγκα κόμικς έχουν ποτίσει τα έργα της. Εκτός από τον αέρα των κόμικς που είναι στην καρδιά της διεθνούς pop κουλτούρας, φτερά της δίνουν τα πρόσωπα που φωτογραφίζει ή αλιεύει από το ίντερνετ. Είναι πρόσωπα του καιρού μας: από το Netflix, από μια χορευτική παράσταση που εντάσσει στο έργο της, από κοινωνικούς τύπους της καθημερινότητας, με τους οποίους μπορεί με άνεση το κοινό να ταυτιστεί. Είναι οι άνθρωποι του γύρω μας. Στα έργα της βλέπει κανείς μια έντονη θεατρικότητα. «Θέλω να κάνω μακετούλες», λέει η ίδια η Μπελιβανάκη, κι αυτό την παρακινεί σε κάθε σύνθεση να στήνει κι από ένα δρώμενο. Ειδικά στα μικρότερα σε διάσταση έργα που καθόλου τυχαία τιτλοφορεί «Backstage» (παρασκήνιο), κατορθώνει να δημιουργεί μικρά σκηνικά με βάθος κι έμφαση στη λεπτομέρεια. Στις μεγάλες συνθέσεις της, αυτό που αρχικά προβάλλει ως γκροτέσκο ή παιγνιώδες, σε δεύτερη ανάγνωση ανασύρει μια ειρωνεία για την ανθρώπινη συνθήκη».
Τελικά, η Λίλα ζωγραφίζει με ανατριχιαστική ηρεμία, προσήλωση και μαστοριά την ίδια στιγμή που χορογραφημένες πράξεις βίας και έρωτα μετεωρίζονται ανάμεσα στην αλήθεια και την παραίσθηση. Γι’ αυτό άλλωστε ο Μυλωνάς υπερασπίζεται με θέρμη αυτούς τους προμηθεϊκούς ήρωες της Λίλας : «Το χάρισμα της Λίλας Μπελιβανάκη είναι αυτό: ούτε στιγμή δε μας αφήνει να πιστέψουμε πως αυτό που βλέπουμε δεν είναι πραγματικό, πως πρόκειται για όνειρο ή για παραμύθι. Έχει διαρκώς βάση ρεαλιστική, αλλά στην πραγματικότητα όσα αφηγείται το έργο είναι αλλόκοτα, αινιγματικά, τρομακτικά. Ανά πάσα στιγμή ακροβατεί ανάμεσα στο κωμικό και στην τραγωδία. Όμως, όχι με ορθόδοξο τρόπο: το ένα στοιχείο δε διαδέχεται αρμονικά το άλλο, το αίσθημα του κωμικού είναι ασυμβίβαστο με αυτό της τραγωδίας και βέβαια, το αταίριαστο κωμικό στοιχείο επιτείνει ακόμη περισσότερο τον τρόμο. Όλοι οι ήρωές της έχουν μια πνοή προμηθεϊκή. Όσο πιο μεγάλοι «υψώνονονται» στα μάτια του θεατή, τόσο πιο μεγάλη είναι η πτώση τους».