17 Ιουλίου, 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΪΤΗΣ – Τα σημαντικά απρόσωπα ανθρωπάκια

Ο Γιάννης Γαΐτης γεννιέται στις 4 Μαρτίου το 1923 σε μια μονοκατοικία της οδού Μαυροματαίων στην Αθήνα, το δεύτερο παιδί του Φραγκίσκου-Φίλιππου Γαΐτη και της Παναγιώτας Καραμήτρου. Το 1939 κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση όταν η εφημερίδα «Βραδυνή» δημοσιεύει ένα σχέδιο του. Σπουδάζει στην ΑΣΚΤ και έπειτα στο Παρίσι. Σπάνια πάει στη σχολή γιατί υποστηρίζει πως η διδασκαλία εκεί μάλλον εξουδετερώνει παρά ενθαρρύνει τις δημιουργικές δυνάμεις.

Το 1967 παρουσιάζει τα «Ανθρωπάκια» του για πρώτη φορά σε έκθεσή του στον Παρνασσό και ο κόσμος γελάει με αυτά. Ο ίδιος θα πει τότε : «Ήταν μια ευκαιρία για τον κόσμο να κοιτάξει ελεύθερα την ζωγραφική». Ο πατέρας του εκφράζει διαρκώς την ανησυχία του αλλά ο σπουδαίος γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, που είναι οικογενειακός φίλος και ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος Γιώργος Μπουζιάνης τον καθησυχάζουν λέγοντάς του «Άσε το παιδί να ζωγραφίσει, ξέρει τι κάνει».

Ως πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης, ο Γαΐτης δεν έτυχε θερμής υποδοχής από τους Έλληνες, με εξαίρεση τους διανοούμενους φίλους του, Μ. Σαχτούρη, Γ. Τσαρούχη και Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος μάλιστα τον εκθείαζε στην εφημερίδα “Καθημερινή” γράφοντας ότι: “Ο κόσμος του Γιάννη Γαΐτη είναι ακριβώς ο κόσμος που παλεύει και αγωνιά για να βρει μέσα από τις ταραχές των ημερών μας, την έκφραση και τη μορφή που του ταιριάζουν. Η πάλη είναι σκληρή, μα ο καλλιτέχνης δουλεύει ακατάπαυστα και δε φοβάται το άγνωστο”.

Εν μέσω εμφυλίου περνάει από επιτροπή για να πάρει τρελόχαρτο ώστε να μην υπηρετήσει, προτιμά να πει ψέματα και να εκτελεστεί για εσχάτη προδοσία παρά να συμμετάσχει σε αυτό τον στημένο διχασμό και την αλληλοεξόντωση. Η συνείδηση και η καλλιτεχνική ευαισθησία του Γαΐτη δεν του το επιτρέπουν. Αυτός ο παθιασμένος ζωγράφος, γόνος αστικής οικογένειας που στην Κατοχή γράφει συνθήματα στους τοίχους και συμμετέχει στην ΕΠΟΝ προτιμά την οδυνηρή εμπειρία του στρατιωτικού ψυχιατρείου από το να σηκώσει όπλο και να σκοτώσει συμπατριώτες του.

Το 1949 σηματοδοτεί το τέλος του εμφυλίου και το Γαλλικό Ινστιτούτο φέρνει σε μια ομαδική έκθεση έργα των Πικάσο, Μπρακ, Ματίς, Πικάμπις, Νταφί και Πράσσινος. Είναι τότε που ο Αλέκος Κοντόπουλος μαζί με τον Γιάννη Γαΐτη αποφασίζουν να δημιουργήσουν τους «Ακραίους» δημοσιεύοντας μάλιστα και το μανιφέστο τους!

Ο επιμελητής της έκθεσης «Γιάννης Γαΐτης. Η ουσία του απρόσωπου», κ. Τάκης Μαυρωτάς, επισημαίνει στον κατάλογο της έκθεσης: «Ο Γαΐτης ήταν ένα νέο και ζωντανό πνεύμα της εποχής του. Μετά τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο και τις τεράστιες κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ελλάδα αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1954, στα 31 του χρόνια. Στο πλευρό του, μούσα της δημιουργικής του πνοής, στάθηκε η εσωστρεφής και δυναμική γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι, με την οποία παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά και απέκτησαν τη μοναχοκόρη του Λορέττα».

Γαβριέλλα Σίμωση & Γιάννης Γαΐτης

Δημιούργησε περισσότερα από 4.500 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, σχέδια και κατασκευές. Έκανε κοινωνικά και μαζί θεατρικά δρώμενα. Ασχολήθηκε με εικονογραφήσεις βιβλίων, σκηνικά, κουστούμια θεάτρου, σχέδια υφασμάτων και κουβέρτας. Το 1982 συνεργάστηκε με τον σχεδιαστή μόδας Γιάννη Τσεκλένη, για μια σειρά ενδυμάτων. Υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που ενδιαφέρεται για την παραγωγή πολλαπλών, επιθυμώντας έτσι την πρόσβαση του κοινού στο έργο του και δημιουργεί χρηστικά αντικείμενα όπως παιχνίδια, πιάτα, έπιπλα και χαρακτικά. [πηγή: tvxs.gr]

Γιάννης Γαΐτης & Γιάννης Τσεκλένης

Ο Γιάννης Γαΐτης δημιούργησε τα πρώτα ανθρωπάκια του στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, και όπως ο ίδιος επισήμανε στην εκπομπή Μονόγραμμα του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη το 1984: «Τα ξύλινα αυτά ανθρωπάκια βγήκαν από το τελάρο μου το 1972 για μια έκθεση του Γκαίτε. Μέχρι τότε, είχα ακόμα τα ανθρώπινα τοπία, που ήταν ζωγραφική. Ήθελα όμως ο κόσμος αυτός να περπατήσει στον δρόμο. (…)Τα ανθρωπάκια μου άρχισαν να συμμετέχουν στη ζωή μου. Κι εγώ ήμουν μαζί τους κοντά τους, τα παρακολουθούσα. (…) Αυτό το τελευταίο στάδιο είναι αυτό που με αντιπροσωπεύει απόλυτα. Γιατί οι άνθρωποι, τα ανθρωπάκια που λέω, έφτασαν σε ένα σημείο που δεν παίρνει άλλο, δεν πάει πιο μακριά. Δηλαδή οι άνθρωποι γίναμε ένα· ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο εγώ, εκτός από αυτή τη μαρτυρία».

Το έργο του μόνο φαινομενικά είναι pop (popular). Στην πραγματικότητα απομυθοποιεί με τρόπο καυστικό και ειρωνικό την καταναλωτική κοινωνία και γελοιογραφεί τις λειτουργίες, τους θεσμούς και τα σύμβολά της. Η τυποποιημένη, επαναλαμβανόμενη και στυλιζαρισμένη του μορφή εμπνέεται, αλλά ταυτόχρονα διακωμωδεί, την προγονολατρεία, τους ήρωες και τους θεούς μιας παρελθούσης ακαδημαϊκής Ελληνικής σκηνής. Σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες της γενιάς του ’30 βάζει τέλος στη νοσταλγία του παρελθόντος. Η νέα αφηγηματική αναπαράσταση (Figuration Narrative) που υιοθετεί ο Γαΐτης δημιουργεί ακαθόριστους χώρους και τόπους, που ξεδιπλώνονται άλλοτε σε οριζόντιες φρίζες ή σε επιμέρους πλαίσια μέσα στο ίδιο έργο. Με αυτό τον τρόπο ανακαλεί την αφηγηματική ζωγραφική που παρατηρούμε στις βυζαντινές εικόνες, στις ζώνες των αρχαίων ερυθρόμορφων αγγείων αλλά και στα καρέ-καρέ των σύγχρονων κόμικς. [πηγή: tvxs.gr]

Το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα με τεράστια φήμη πλέον και με πλήθος εκθέσεων στο ενεργητικό του. Το 1980 είναι στο απόγειο της δόξας του, όμως στάθηκε άτυχος, γιατί στις 22 Ιουλίου του 1984 φεύγει από τη ζωή, χάνοντας την μάχη με τον καρκίνο, έξι μόλις μέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη.

«Τα ανώνυμα πλήθη του Γαΐτη αποτελούν ένα σύνολο από φιγούρες-στόχους για άσκηση σκοποβολής, η μανιώδης επανάληψη ανθρώπων στοιχισμένων σε ζυγούς που μας γυρίζουν την πλάτη, φορώντας καπελάκια μελόν και λευκά κολάρα που ξεχωρίζουν κάτω από τα γυαλισμένα σαν από μπριγιαντίνη μαύρα μαλλιά. Πανομοιότυπες φιγούρες μηχανικών ανθρώπων που παρατηρούν, που “συμμετέχουν”, που παρευρίσκονται άφωνοι στην άφιξη ενός παιδικού μονοπλάνου, μιας γοργόνας που αναδύθηκε από τη θάλασσα, ταχυδακτυλουργών που ελευθερώνουν ένα περιστέρι της ειρήνης, σεληνιακοί μοτοσικλετιστές […] Στο έργο του Γαΐτη οι “προθέσεις” γίνονται καλλιτεχνική πραγματικότητα πριν γίνουν ειρωνική ερμηνεία. Μια μοναδική πραγματικότητα που πλησιάζει τον κόσμο όπου ζούμε, μέσω μιας μυθικής και φανταστικής προοπτικής. Ο Γαΐτης μας διδάσκει πώς να μη γίνουμε πλήθος: οι φιγούρες του μπορεί να γίνουν ένα πραγματικό ηθικοπλαστικό αντίδοτο για όσους δεν θέλουν πια να έχουν σχέση με το “παιχνίδι της ανώνυμης σφαγής”».

Giuseppe Marchiori, Galerie Schneider, Απρίλιος 1968

Spread the love
  • SHARE